ανασήκωμα

ανασήκωμα
το
-τος, σήκωμα λίγο προς τα πάνω: Στο ανασήκωμά του, παραπάτησε κι έπεσε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανασήκωμα — το η ενέργεια του ανασηκώνω, ανύψωση, ελαφρό σήκωμα προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

  • ανάκλιση — η (Α ἀνάκλισις) [ἀνακλίνω] 1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα 2. νεοελλ. ανασήκωμα 3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση τού βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση τής συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία,… …   Dictionary of Greek

  • ανακάθιση — η 1. ανόρθωση μόνο τού κορμού, ενώ τα πόδια μένουν απλωμένα, ανασήκωμα 2. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία κάθεται κανείς κάτω με λυγισμένα τα σκέλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαθίζω νεώτ. λόγιο σύνθετο] …   Dictionary of Greek

  • ανακόμπωμα — ἀνακόμπωμα, το (Μ) [ἀνακομπώνω] ανασήκωμα τών μανικιών, ανασκούμπωμα …   Dictionary of Greek

  • αναμόχλευση — η (Μ ἀναμόχλευσις) [ἀναμοχλεύω] 1. νεοελλ. μετακίνηση αντικειμένου με μοχλό, ανασήκωμα, μετατόπιση 2. ανακίνηση λησμονημένου ζητήματος, έξαψη, αναζωπύρωση μσν. διατάραξη, ανατροπή …   Dictionary of Greek

  • ανασηκώνω — (Α ἀνασηκῶ, όω) 1. σηκώνω προς τα επάνω, ανυψώνω 2. (για πράγματα) παίρνω κάτι από κάτω, σηκώνω 3. παραπλανώ, ξελογιάζω αρχ. προσθέτω όσο βάρος λείπει, γίνομαι αντισήκωμα, αναπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σηκώ «ζυγίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. ανασήκωμα,… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • λακωνικό — Είδος στεγνού λουτρού με εφίδρωση το οποίο οι Ρωμαίοι εισήγαγαν και στην Ελλάδα στο τέλος της Δημοκρατίας. Το χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα έπειτα από υπερβολική οινοποσία για να συνέλθουν, προκαλώντας σοβαρή εφίδρωση. Το είδος αυτό του στεγνού… …   Dictionary of Greek

  • ανέγερση — η 1. το ανασήκωμα, η ανόρθωση: Είχε χτυπήσει, πέφτοντας, πολύ και η ανέγερση ήταν δύσκολη. 2. ανίδρυση, ανοικοδόμηση: Περατώθηκε η ανέγερση του νέου φοιτητικού οικοτροφείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”